Ο δάσκαλος και τα κεράσια !!!!
 
 kerasia
 
 
Σχολικό Έτος 1968-1969.2/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Καλλιθέας, Αιτωλοακαρνανίας.
Δάσκαλος Α. Χ. από το Σκλήθρο Λαρίσης με τη σύζυγο του.
 
Τέλος Μαΐου και οι δύο κερασιές του Κιάφα κάτω από το σχολείο είχαν φορτωθεί με κατακόκκινα κεράσια. Η μία μάλιστα ήταν χοντροκερασιά και είχε λυγίσει από τον πολύ καρπό.
 
Ήταν η χρονιά που το σχολείο λειτουργούσε πρωί απόγευμα 8-12 και 3-6. Οι μαθητές από τους συνοικισμούς Λούστρα, Λατζνέικα που ήταν κάπως πιο μακριά, παίρνανε την μπόλια τους με τυρί, ψωμί, κανένα αυγό και περνούσαν το τρίωρο στην αυλή του σχολείου, παίζοντας και ρίχνοντας και καμιά ματιά στα απογευματινά μαθήματα.
 
Αλλά και μεις που πηγαίναμε σπίτι, βρίσκαμε το φαγητό πρόχειρα σκεπασμένο, τρώγαμε και τρέχαμε πάλι για παιχνίδι. Μέχρι που ο δάσκαλος το ανακάλυψε από τις φωνές και μας απαγόρευσε να πηγαίνουμε πριν τις τρεις παρά τέταρτο.
 
Στις 3 ακριβώς χτυπάει το κουδούνι για την απογευματινή σύναξη στο προαύλιο για το μάθημα. Στο συρματόπλεγμα απέξω η Κιαφορίνα, σε έξαλλη κατάσταση, παραπονιέται στο δάσκαλο για τα κεράσια που φάγανε και τις βάντες που σπάσανε.
 
Ο Αλεξίου, υπέρ του δέοντος αυστηρός, ρωτάει και ξαναρωτάει ποιος το έκανε. Τσιμουδιά, κανείς δε ξέρει τίποτα, είτε γιατί είχαν την επίγνωση ότι τον προδότη (καρφί)«δεν τον αγάπησε κανείς» είτε γιατί γεύτηκαν πολλοί από τον απαγορευμένο καρπό, είτε γιατί μερικοί από εμάς δε γνωρίζαμε τίποτα.
 
Κάτι συζητάει ο δάσκαλος με τη σύζυγο του, τη δασκάλα και έρχεται η διαταγή : «Όλα τα αγόρια να μπείτε σε δυάδες και ακολουθήστε με». Μη ξέροντας τις προθέσεις του δασκάλου, προχωρούσαμε με χίλιες δυο σκέψεις να τορπιλίζουν το μυαλό μας. Μόνο που απαγορευόταν αν τις εκφράσουμε φωναχτά, μόνο με νοήματα και με το φόβο μήπως γυρίσει απότομα το κεφάλι του και μας συλλάβει !!
 
Όσο απομακρυνόμασταν από το σχολείο και ανεβαίναμε προς στο χωριό είχαμε μια κρυφή χαρά πως θα γλυτώσουμε μάθημα. Να μας πάει κάποιον περίπατο, να μας βάλει αγγαρεία, να καθαρίσουμε τα σοκάκια του χωριού· το είχαμε ξανακάνει και μάλιστα με γυμνά χέρια. Αντισηπτικό δε μας χρειαζόταν αφού κάθε διάλειμμα τα περνάγαμε με τσουκνίδες για να μη νιώθουμε τις ξυλιές που τρώγαμε.
 
Ανεβαίναμε, ανεβαίναμε προς το χωριό, διασχίζουμε την αγορά φτάνουμε στο μπακάλικο του Σκαρλάτου και μπαίνουμε σε μια μικρή αυλή με μια μεγάλη μουριά απέξω. Ένα μικρό πέτρινο σπίτι μπροστά με πινακίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ ΣΤΑΘΜΟΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ.
 
Ο σταθμός πλήρως επανδρωμένος! Ήταν η εποχή όπου τα σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Δικτατορία γαρ!
 
Διοικητής ο ενωμοτάρχης Νικόλαος Τσιμπούκης με 3-4 χωροφύλακες να τον πλαισιώνουν. Καλοκάγαθοι μου φάνηκαν (στυλ Προύσαλη).Μπαίνουμε λοιπόν στο γραφείο του Ενωμοτάρχη κάπου 30 παιδιά. Οι Χωροφύλακες μας τακτοποιούν. Πίσω από ένα παλιό γραφείο, ο Ενωμοτάρχης με κατεβασμένο το καπέλο μέχρι τα μάτια έκανε την πρώτη αναγνώριση.
 
Δεν ακουγόταν ούτε η αναπνοή μας και τρίχα να έπεφτε από το ταβάνι θα ακουγόταν. Μετά από δύο λεπτά περίπου, που μας φάνηκαν αιώνες, ανασηκώνει το καπέλο με το δάχτυλο κα τα μάτια του καρφώνονται σε μένα. Εγώ Β ’Δημοτικού, με ένα κοντό μπλε παντελονάκι με τιράντες, ένιωθα την καρδιά μου να φτερουγίζει και έκανα μεγάλη προσπάθεια να μη κατουρηθώ! «Εσύ έφαγες κεράσια;» με ρώτησε κοφτά. Παρότι ο φόβος με είχε κυριεύσει βρήκα το θάρρος και του απάντησα : «Εγώ δε μπορώ να ανεβώ στη κερασιά». Με κοίταξε ερευνητικά από πάνω μέχρι κάτω και μου λέει «Πέρνα έξω και περίμενε»
 
Ανακουφισμένος ,σχεδόν τρέχοντας βγήκα έξω. Θα έχω και ένα λόγο να περάσω και τη δεύτερη δοκιμασία το βράδυ στο σπίτι με τον πατέρα μου αν συμμετείχα και εγώ σε αυτό το ανοσιούργημα και τον ντρόπιασα.
 
Έξω από την πόρτα στεκόταν ο δάσκαλος. Γύρισε και με κοίταξε. Έσκυψε το κεφάλι. Στεναχωρημένος; Μετανιωμένος ; Είχε μια θλίψη στα μάτια του, δε μπορώ να καταλάβω.
 
Οι ανακρίσεις κάποτε τελείωσαν και με την ίδια σειρά γυρίσαμε στο Σχολείο. Εκεί λύθηκε το μυστήριο. Τι είχε γίνει ;
Κάποια από τα μεγαλύτερα παιδιά των συνοικισμών που έμεναν στο σχολείο δε μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό και ανέβηκαν στην κερασιά να φάνε κεράσια. Από κάτω, τα μικρότερα περίμεναν όπως οι νεοσσοί στη φωλιά με ανοιχτό το στόμα. Σπάσανε μερικές βάντες, τις πέταξαν κάτω αλλά έκαναν το λάθος να μην τις πετάξουν πιο πέρα και έτσι έγιναν αντιληπτοί από την ιδιοκτήτρια.
 
Οι δράστες μπήκαν για λίγο στο κρατητήριο, έπεσαν και μερικές ψιλές και έτσι αποκαταστάθηκε «η έννομη τάξη»!
 
Γιώργος Χριστόπουλος (δάσκαλος)