Είναι απόγευμα, και στο καφενείο μιας ήσυχης γειτονιάς της πόλης μας το κύριο θέμα συζήτησης είναι η επαγγελματική

ανασφάλεια των τελευταίων χρόνων που δεν φαίνεται να υποχωρεί. Ένας συμπολίτης μας συμμετέχει στην συζήτηση βλέποντας τα πράγματα εξ’αποστάσεως αλλά και τόσο οικεία - έχει εξασφαλίσει ένα γερό μεροκάματο μαζί με μια άλλου είδους, εξίσου απειλητική, ανασφάλεια.
Δέχεται να μιλήσει στην εφημερίδα μας, για μια  νέα - σχετικά - επαγγελματική προοπτική που ελκύει όλο και περισσότερους συμπολίτες μας ελέω της κρίσης : την επάνδρωση πλοίων ως  security guard που εγγυάται την αποτροπή πειρατείας όσο αυτά διασχίζουν την επίφοβη ζώνη χωρικών υδάτων που εκτείνεται από την διώρυγα του Σουέζ μέχρι τον Κόλπο του Ομάν μεταξύ 10 μοιρών κάτω από τον Ισημερινό και 78 μοίρες ανατολικά. Η ζώνη αυτή υψηλού κινδύνου με την κωδική ονομασία ΗΡΑ αποτελεί ένα σύγχρονο τρίγωνο των Βερμούδων, μόνο που το φάντασμα που πλανάται σε αυτήν την περίπτωση είναι απολύτως συγκεκριμένο: Σομαλοί «ψαράδες» επιβαίνουν σε skiff (μικρά ευέλικτα σκαφίδια) τα οποία προπορεύονται ενός μεγαλύτερου σκάφους (το λεγόμενο mothership) υπεύθυνο για τον ανεφοδιασμό τους και εφορμούν σε κάθε πλοίο – είτε αυτό είναι εμπορικό είτε τάνκερ – που θα τους φανεί ευάλωτος στόχος.
Ωστόσο, οι «στόχοι» δεν είναι πλέον τόσο ευάλωτοι, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία. Μόνο στην χώρα μας διαστηριοποιούνται δεκάδες εταιρίες security που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πλοιοκτήτες οι οποίοι νοικιάζουν πλοία σε ατζέντηδες για να  καλύψουν με την σειρά τους ανάγκες κρατών της ευρύτερης περιοχής για μεταφορά διαφόρων ειδών εμπορευμάτων : από τρόφιμα μέχρι καύσιμα και χημικά. Εκτός βεβαίως των security guards που έχουν ριχτεί στην αγορά εργασίας και συνοδεύουν το πλοίο μέχρι να δέσει στο λιμάνι του, υπάρχει και το «βαρύ» πυροβολικό : πολεμικά πλοία από Ευρωπαϊκές δυνάμεις και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής που οργώνουν όλη την ζώνη υψηλού κινδύνου αλλά και ένα IRTC κομβόι ναυτικής δύναμης (αποτελούμενο από πολεμική φρεγάτα τρίτων χωρών - όπως π.χ. η Κίνα και η Ινδία - που φέρει ελικόπτερα έτοιμα να εφορμήσουν στο ακριβές σημείο της επίθεσης και από ένα  σύνολο πλοίων που  έχουν μαζευτεί σε προκαθορισμένη και σταθερή θέση και ώρα εκκίνησης και διασχίζουν μια συγκεκριμένη διαδρομή 492 μιλιών . Η πλεύση  πραγματοποιείται με σταθερή ταχύτητα 12 ναυτικών μιλιών ανά ώρα και οποιοδήποτε πλοίο συμμετέχει σε αυτήν, έχει εξασφαλισμένη προστασία. Το πλεονέκτημα αυτό όμως δεν είναι αυτονόητο για όλα τα πλοία: πέραν του περιορισμού ότι πρέπει να «προλάβεις» το κομβόι στο «κινητό ραντεβού» του, η ταχύτητα πλεύσης είναι απαγορευτική λόγω κόστους καυσίμων για μεγάλα τάνκερ.
Αναρωτιέμαι τι ωθεί έναν συμπολίτη μας να βρεθεί στην άλλη άκρη του κόσμου, όχι απλώς για να βιώσει την ιδιόμορφη και σκληρή ζωή του ναυτικού, επάγγελμα συνυφασμένο άλλωστε με την ιδιοσυγκρασία της παλιάς περήφανης Ελλάδας, αλλά να το συνδυάσει με την ευθύνη να αποτρέψει την προσπάθεια αιφνιδιασμού από αδίστακτους πειρατές. Ο συνομιλητής μου προτάσσει πρώτο το οικονομικό επιχείρημα : τα χρήματα είναι μάλλον λίγα για την φύση του επαγγέλματος (ενδεικτικά ας πούμε ότι ένα πολυήμερο ταξίδι άνω των 10 ημερών αμείβεται με ποσό που ξεκινάει από 1000 και φτάνει αναλόγως την εμπειρία του security σε 2000 δολάρια) αλλά μάλλον δελεαστικά σε σχέση με τις εναλλακτικές επιλογές απασχόλησης πίσω στην χώρα μας : σεκιούριτι σε τράπεζα παραδείγματος χάριν για 500 ευρώ μηνιαίως όπου σημειωτέον δεν θα έχεις την πολυτέλεια να ανταποδώσεις τα εχθρικά πυρά…Στο εν λόγω επάγγελμα βεβαίως, σαφώς και δεν δικαιούσαι να ρίξεις πρώτος. Οι πειρατές μπορούν κάλλιστα να πετάξουν τα όπλα τους (στα οποία συγκαταλέγονται μέχρι και RPG αντιαρματικά ρουκετοβόλα) στην θάλασσα, να καλέσουν από τον ασύρματο το λιμενικό και, υποδυόμενοι τους αθώους ψαράδες που δέχτηκαν αναίτια πυρά, να αξιώσουν χρηματική αποζημίωση. Έτσι, εφαρμόζεται μια συγκεκριμένη μέθοδος άμυνας : με τον εντοπισμό του (εν δυνάμει πειρατικού) πλοιαρίου από τα κιάλια ήδη σε απόσταση 500 μέτρων, ρίχνονται φωτοβολίδες που ουσιαστικά στέλνουν το μήνυμα του οπτικού εντοπισμού προς τον εχθρό. Ακολουθούν προειδοποιητικές βολές στον αέρα και μετά τα πρώτα πυρά από μέρους των πειρατών (που θα αφήσουν και τα ίχνη τους πάνω στο πλοίο και άρα θα λειτουργήσουν σαν αποδεικτικά στοιχεία) οι security guards ανταποδίδουν όχι στην λογική «ή η ζωή μου ή η δική σου» αλλά με πρώτο στόχο την πλήξη της μηχανής του πειρατικού.
Το επάγγελμα είναι πλήρως κατοχυρωμένο νομικά με συμβάσεις εργασίας, ιατρική ασφάλεια ενώ οι ομάδες των «ράμπο» αποτελούνται συνήθως από 3 ή 4 άτομα για κάθε πλοίο και μεταφέρονται αεροπορικώς σε κάποιο λιμάνι όπου θα τους παραλάβει το εμπορικό πλοίο για να συνεχίσει το επικίνδυνο πλέον ταξίδι του. Επιλέγονται συνήθως πρώην στρατιωτικοί, τόσο όμως η οικονομική ύφεση στην χώρα μας όσο και η ζήτηση του επαγγέλματος, έχει «αναγκάσει» πλοιοκτήτριες εταιρίες να δέχονται και απλούς πολίτες που υπηρέτησαν την θητεία τους στις Ειδικές Δυνάμεις. Ως πιο επικίνδυνα σημεία, ο συμπολίτης μας λίγο πριν το επόμενο του ταξίδι, έχει να αναφέρει τα στενά Άντεν στην Υεμένη και Bub-el-Mandeb.Αναφέρεται σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες τελείως ατάραχος σαν να περιγράφει την ζωή ενός άλλου και έτσι αναγκάζομαι να επιμείνω αν ο παράγοντας του οικονομικού είναι το μοναδικό κίνητρο. Η αυθόρμητη απάντηση του αποτυπώνεται κυρίως στην ένταση του βλέμματος του καις την νευρικότητα των χειρονομιών του: είναι εκεί πρώτα από όλα επειδή πρέπει να συντηρήσει την οικογένεια του σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς αλλά νιώθει παράλληλα και αρκετά αξιόμαχος για να περιοριστεί σε μια ήσυχη δουλειά ρουτίνας.
Όπως παντού βέβαια, αυτός που αμύνεται είναι πάντα πιο ευάλωτος από τον επιτιθέμενο. Μπορεί οι security guards να φέρουν πλήρη οπλισμό που περιλαμβάνει αλεξίσφαιρα γιλέκα, κράνη, σφαίρες και όπλα Μ4 ή FN όμως πρέπει συνεχώς να ενεργούν (και να μπορούν να αποδείξουν ότι ενεργούν) συγκρατημένα: αυτόν τον καιρό κρατείται ακόμα Ιταλός που σκότωσε Σομαλό πειρατή κατά την διάρκεια απόπειρας πειρατείας…