Οι ρίζες των Αποκριών
(Καρναβαλιού)
στην Αρχαία Ελλάδα

Γέλωτες, χαρές, εορτασμοί, περίεργες και συχνά προκλητικές ενδυμασίες, οινοποσίες, χοροί, γλέντια.
Εν Ελλάδι, αυτές τις ημέρες εορτάζουμε τις Απόκριες, ή άλλως το Καρναβάλι.
Συμφώνως με το ορθόδοξον χριστιανικό τελετουργικόν, Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες πριν από την Καθαρά Δευτέρα, οπότε και εκκινά η Μεγάλη Σαρακοστή.
Οι ημέρες αυτές ταυτίζονται με την περίοδον του Τριωδίου, μία κινητή περίοδον εις την Ορθόδοξην Χριστιανικήν παράδοσιν, εκκινούσα εκ της Κυριακής του Τελώνου και του Φαρισαίου μέχρι την Κυριακήν της Τυροφάγου ή Τυρινής, κατά την οποίαν ο κόσμος διατρέφεται με γαλακτοκομικά προϊόντα ωσάν ενδιάμεση κατάστασιν εν μέσω κρεατοφαγίας και νηστείας, διά να προετοιμασθεί σταδιακώς διά την νηστείαν της Σαρακοστής.
Ανάλογη με την ελληνική λέξιν Αποκριά είναι και η λατινική λέξις Καρναβάλι.
Συμφώνως με μία ερμηνείαν, το καρναβάλι είναι δάνειον το οποίον ανάγεται στο υστερολατινικό carnem (το κρέας) και το ρήμα levare (σηκώνω, αφαιρώ)· από εκεί, έχουμε από τον 13ο αιώνα κι έπειτα το παλαιό πιζάνικο carnelevare και το παλαιόν βενετσιάνικο carlevar, οπότε είναι λογικόν να υποθέσουμε ότι έγινε αφομοίωσις και φθάσαμε εις έναν τύπο carnelevale και μετά carnevale. Εκ των ιταλικών η λέξις διεθνοποιήθη και πέρασε εις πλείστας ακόμη ευρωπαϊκές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά.
Τοιουτοτρόπως, το καρναβάλι, το οποίον μας εισάγει εις την Σαρακοστήν, είναι, συμφώνως με την ανωτέρω ερμηνείαν, ο αποχαιρετισμός του κρέατος, της κατανάλωσης κρέατος. Ανάλογος άλλως τε, είναι και η ελληνική ονομασία: από-κρεω.
Είναι όμως ακριβώς έτσι; Και πόσοι εξ ημών, γνωρίζουμε τις βαθύτερες, ελληνικές ρίζες αυτής της εορταστικής περιόδου;
ΈΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΙΩΝ
Ι. Αναγωγή του Καρναβαλιού εις τον Κάρνειον Απόλλωνα
Ως γνωστόν, διά τους εν Ελλάδι προγόνους μας η γονιμότητα ήτο ένας εκ των κύριων στόχων της λατρευτικής πρακτικής εις τα πλαίσια της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας (βλ. σχετικώς τη λατρεία Δήμητρος και Κόρης, Ελευσίνια Μυστήρια κλπ).
Η γονιμότητα της Φύσης, διά την ικανοποίησιν των αναγκών του καρποσυλλέκτου, του κυνηγού και του αλιέως, η γονιμότητα των αγρών, διά την ανταμοιβήν του μόχθου του καλλιεργητού, η γονιμότητα των κοπαδιών, διά την διατήρησιν και την αύξησιν του ζωντανού πλούτου του κτηνοτρόφου, η γονιμότητα τέλος των ανθρώπων, διά την αύξησιν και την διαιώνισιν των κοινωνιών.
Μέσω λοιπόν του κριτηρίου της γονιμότητος ερμηνεύεται αρκούντως και κατανοητώς όλος ο διάχυτος ερωτισμός της Ελληνικής Μυθολογίας – ήτοι της πάμπλουτης ποιητικής εκφράσεως της Αρχαίας Ελληνικής μας Θρησκείας ήτις αποτυπώνεται εις έκαστη μορφήν της αρχαίας Ελληνικής Τέχνης – εφόσον ο θεοποιημένος Έρως είναι αυτός όστις διασφαλίζει την πολυπόθητην και πολύμορφην γονιμότηταν διαμέσω της χαράς και της ηδονής της ερωτικής συνευρέσεως (Βερέττας, Μ., Καρναβάλι – Η αρχαιότερη ελληνική γιορτή).
Έχοντας λοιπόν κατά νου την θεμελιώδη σημασίαν του Έρωτος εντός της Ελληνικής Κοσμοαντιλήψεως, δυνάμεθα να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε οιαδήποτε επιμέρους έκφρασιν του αρχαίου Ελληνικού βίου, και να αναγνωρίσουμε τις πανάρχαιες ελληνικές πρακτικές, αίτινες, αν και αλλοιωμένες συχνά εκ πρώτης όψεως, εντούτοις διατηρούνται ακόμη διαμέσω των αιώνων παρά τους κατά καιρούς διωγμούς τους οποίους αυτές υπέστησαν.
Μια από τις πρακτικές αυτές, και ίσως η παλαιότερη, ήτις επιβιώνει και αναπαράγεται εις ετήσια βάσιν, είναι η εορτή του Καρναβαλιού.
Το Καρναβάλι.
Διαβάζοντας τον Όμηρον , ήτοι την Ιλιάδαν του αλλά και την Οδύσσειαν, συναντούμε την λέξιν «καρ» και τα παράγωγα αυτής. Η λέξις αυτή σημαίνει το «κεφάλι» και σύγχρονη επιβίωσίς της είναι βεβαίως η «κάρα». Εάν τώρα προσθέσουμε και το ευφωνικό «ν» στην ομηρική λέξιν «καρ», φθάνουμε εις την λέξιν «κάρνος» (Βερέττας, ό.π.).
Τι σημαίνει η λέξις αυτή;
Συμφώνως με την Ελληνική Μυθολογίαν, το επίθετο Κάρνος ή Κάρνειος άνηκε εις τον θεόν Απόλλωνα, ενώ έτσι αποκαλείτο και ο Αγητής, τουτέστιν ο εν τη Σπάρτη ιερεύς του θεού. Αναλυτικότερα, Κάρνειος απεκαλείτο ο Απόλλων εκ των Σπαρτιατών, οίτινες εόρταζαν τα Αγητόρια προς τιμήν του, και έτσι τον απεκαλούσαν όλοι οι Δωριείς εν γένει (Decharme, P., Ελληνική Μυθολογία). Το επίθετον Κάρνειος υπαινίσσετο τον Κριόν, ήτοι όπως ο κριός ηγείτο του κοπαδιού, τοιουτοτρόπως ο Απόλλων ηγείτο των εξορμήσεων της Δωρικής φυλής.
Κατά τον Παυσανίαν (Λακωνικά) οι κάτοικοι της Λακωνίας, πριν από την εισβολήν των Ηρακλειδών, ετιμούσαν τον θεό Κάρνειον ή Κάρνον, θεόν οικιακόν των ποιμενικών φυλών αίτινες κατοικούσαν τότε εν Πελοποννήσω. Ήτο αυτός προστάτης των εστιών τους και των κοπαδιών τους. Ήτο αρχέγονος, χαμένος εις την αχλήν του ελληνικού χρόνου, πελασγικής καταγωγής, ενώ μετέπειπα μπερδεύθηκε με τον νέον θεό των εισβολέων, τον Απόλλωνα, όστις υιοθέτησε όλες τις ιδιότητές του (Decharme, ο.π). Τέλος, ήτο ο Κάρνειος θεός ιθιφαλλικός, προστάτης της γονιμότητος, άγνωστος ίσως σήμερον εις τους περισσότερους εξ ημών, αλλά αντίστοιχος περίπου με τον γνωστότερον Πρίαπον του Ελλησπόντου. Ουσιαστικώς δηλαδή ο Κάρνος ήτο ένας γονιμοποιητικός Θεός, τόσο των Λακώνων όσο και των Μεσσηνίων, πριν από την επικράτησιν των Δωριεών εις την νότια Πελοπόννησον, ενταγμένος εις την χορείαν των ζωόμορφων θεοτήτων, αίτινες, συμφώνως με την ιστορίαν των θρησκειών, προηγήθηκαν των ανθρωπόμορφων (Βερέττας, ό.π.).
Εκ των ανωτέρω συνάγεται και αντιλαμβανόμεθα πως, από το ουσιαστικοποιημένον επίθετον «Κάρνειος» παράγεται εις τον πληθυντικόν αριθμόν η ονομασία της εορτής «τα Κάρνεια», ήτις κατά τους ιστορικούς χρόνους τελείτο εις όλας τας δωρικάς πόλεις προς τιμήν του Καρνείου Απόλλωνος. Εορτάζοντο με ιδιαίτερη λαμπρότηταν εις το Γύθειον, το Οίτυλον και τα Λεύκτρα της Λακωνίας, την Καρδαμύλην και τις Φαρές Μεσσηνίας, την Σικυώναν της Κορινθίας, το Άργος της Αργολίδος και προπάντος εις το Ιερόν Άλσος με τα κυπαρίσσια, το λεγόμενον Καρνάσιον ή Καρνειάσιον εν τη μεσσηνιακή Οιχαλία. Το Άλσος αυτό ευρίσκετο παραπλεύρως της όχθης του ποταμού Χάραδρου και το κοσμούσαν τα περικαλλή αγάλματα του Κριοφόρου Ερμού, της Αγνής (τοπική ονομασία της Περσεφόνης) και του Καρνείου Απόλλωνος (Παυσανίας, Μεσσηνιακά).
Οι εορταστές μεταμφιέζοντο άπαντες (!), όπως και σήμερον (!) και συμμετείχαν σε μυστήρια παρόμοια με εκείνα της Ελευσίνος, άτινα κατά την μυθολογικήν παράδοσιν ίδρυσε ο Ελευσίνιος Καύκων, υιός του Κελαίνου, ενώ κατά το πέρας της εορτής εγίνοντο πάνδημα συμπόσια και «πανηγυρισμοί»! (Βερέττας, ό.π.).
ΙΙ. Αναγωγή του Καρναβαλιού εις τον Διόνυσον
Περαιτέρω, και εις ό,τι αφορά την καταγωγήν του Καρναβαλιού αρκετοί περισπούδαστοι και αδογμάτιστοι επιστήμονες και ερευνητές, αποδίδουν την μεγάλην εορτήν της γενικευμένης εαρινής λαϊκής ευωχίας, εις τας εθιμικές επιβιώσεις διονυσιακών τελετών.

Συγκεκριμένα, προς τιμήν του Διόνυσου, τελούντο εις ετήσιαν βάσιν τα Ανθεστήρια, μία εκ των σημαντικότερων εορτών των αρχαίων Αθηνών, αίτινες διαρκούσαν τρεις ημέρας, αρχής γενομένης από την 11η Ανθεστηριώνος (περί τις 26 Φεβρουαρίου) και ήταν αφιερωμένες εις τον θεόν του κρασιού, τον Διόνυσον. Το όνομα της εορτής παρέπεμπε εις τα άνθη, άτινα ήρχιζαν δειλά δειλά να ξεπροβάλλουν κατά την περίοδον της εορτής και με τα οποία συνήθιζαν να στεφανώνουν τα μικρά παιδιά.
Κατά την δεύτερην ημέραν της εορτής αυτής λοιπόν, αναπαρίστατο η έλευσις του Διονύσου εκ θαλάσσης (ας μην αμελούμε πως η λατρεία του θεού προήλθε εκ της Θράκης) και τοιουτοτρόπως εόρταζαν την «επιφάνεια» του θεού (Κοκονεζάκη, Σ., Η γιορτή των Ανθεστηρίων και η σημασία της στην αρχαία Ελληνική θρησκεία των κλασικών χρόνων) και αναπαρίστατο η άφιξίς του εν Αθήναις, επάνω σε πλοίο με τροχούς. Τον συνόδευαν οι ακόλουθοί του, οι Σάτυροι, οίτινες έπαιζαν αυλόν. Ο ίδιος ο Βασιλεύς, όστις ήτο επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών αξιωματούχων των Αθηνών, υποδύετο τον Διόνυσον, φορώντας μάσκα. Το όλο σκηνικόν αναπαριστούσε σκηνές της μυθολογίας και της ιστορίας του θεού (Κοκονεζάκη, ο.π.) και θυμίζε ακριβώς το δικό μας καρναβάλι, το οποίον εορτάζεται, κατά σύμπτωσιν, την ίδια ακριβώς περίοδον.
Τέλος, συμφώνως με τον Nilsson, οι τελετές της εορτής αυτής εσυνδέοντο με πανάρχαιες πρακτικές αγροτικής μαγείας, αίτινες εσκόπευαν να απομακρύνουν το «κακό μάτι» και τα «μιάσματα» άτινα έπρεπε να απομακρυνθούν, προκειμένου να βλαστήσει η γη (εκ νέου συναντούμε εδώ την έννοια της γονιμότητος).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα ίχνη των καρναβαλισμών και των παράδοξων μασκοφοριών τους χάνονται εις την αχλήν του χρόνου, και ετελούντο από τις ανθρώπινες κοινωνίες ήδη από την πανάρχαια εποχήν, όπως είδαμε ανωτέρω.
Κατά την άποψίν μου, η μασκοφορία και η ένδυσις με στολές ζωόμορφες αλλά και προβιές ζώων θα πρέπει να είχε αρχικώς, κατά τις πλέον απώτατες εποχές, αποτροπαϊκόν χαρακτήρα κι εγίνετο διά λόγους εξορκισμού -απομάκρυνσης του κακού, ήτοι των κακών και απειλητικών πνευμάτων, από την φυλή, κατά την περίοδον εισαγωγής εις την Άνοιξιν και της συνεπακόλουθης, πολυπόθητης καρποφορίας.

Η πρακτική αυτή εξάλλου, δεν απέχει πολύ από παρόμοιες πρακτικές, κυρίως αρχιτεκτονικές, αίτινες απαντώνται εις πλείστους ελληνικούς ναούς (και όχι μόνον) της αρχαιότητας, όπως τα γοργόνια και οι μέδουσες επί των θωράκων των πολεμιστών, οι λεοντοκέφαλες υδρορροές εις τον εν αρχαία Ολυμπία ναόν του Διός κ.α.
Χρησιμότητά τους ήτο να μεταδώσουν εις τους αναλφάβητους χωρικούς της μακρινής εκείνης εποχής, την έννοια του κακού, μέσω της γκροτέσκο φιγούρας, καθώς και να διώξουν μακριά τα κακά πνεύματα τα οποία επιβουλεύοντο, αρχικώς την σοδειά και τα ζώα τους, και εν συνεχεία τους ναούς τους και τοιουτοτρόπως το κακό να κρατηθεί μακριά από τους τοίχους των οικισμών και των πόλεών τους (Cipa, S., Carving Gargoyles, Grotesques, and Other Creatures of Myth).
Η πρακτική αυτή επεβίωσε μέχρι και εις τους καθολικούς ναούς με τα γνωστά γκοργκόιλ επί τον οροφών τους, άτινα κρέμονται από τις στέγες ώστε να ξορκίζουν το κακό με την ασχήμια τους.
Επίσης, οι ζωόμορφες αυτές καρναβαλικές αλλά και αργότερον, αρχιτεκτονικές πρακτικές, συνδέονται με τη «γκρίζα ζώνη» του περάσματος από το ζώον εις τον άνθρωπον, ήτις εκράτησε χιλιάδες χρόνια και μέσω των πολλών μεταλλάξεων που αυτή περιέλαβε, εγεννήθη ο σύγχρονος άνθρωπος (Θεοδωροπούλου, Α., Επιβίωση και Ιερότητα).
Απομεινάρια των πανάρχαιων αυτών ελληνικών εορτών, έχουν διασωθεί έως τις ημέρες μας, και τελούνται ως κατά τόπους δρώμενα, όπως το Μπουρανί του Τυρνάβου, οι Γενίτσαροι και οι Μπούλες της Νάουσας, το Κάψιμο του Τζάρου στην Ξάνθη, οι Φανοί της Κοζάνης, οι Μωμόγεροι της Βορείου Ελλάδος, και εσχάτως, τα εν Αθήναις εξαιρετικά Φαλληφόρια.
Τοιουτοτρόπως, και συχνά δίχως να το αντιλαμβανόμεθα, συνεχίζουμε ως λαός να τηρούμε τα έθιμα των προγόνων μας, εδώ και χιλιάδες έτη, αδιαλείπτως.


1. Βερέττας, Μ., «Καρναβάλι – Η αρχαιότερη ελληνική γιορτή», εκδ. Βερέττας
2. Ομήρου Ιλιάδα, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακριδή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, εκδ. Κολλάρου
3. Ομήρου Οδύσσεια, Μετάφραση Ν. Καζαντζάκη-Ι.Θ. Κακριδή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, εκδ. Κολλάρου
4. Decharme, P., «Ελληνική Μυθολογία», εκδ. Ίλιδα
5. Παυσανίου, «Λακωνικά», Βίγλας Ιωάννης, εκδ. Ιδιωτική
6. Παυσανίου, «Μεσσηνιακά -Λακωνικά», εκδ. Δαίδαλος
7. Ανθεστήρια, Αφιέρωμα Λαογραφία,
8. Nilsson M., «The Dionysiac Mysteries of The Hellenistic and Roman Age», Arno Press
9. Θεοδωροπούλου, Α., «Επιβίωση και Ιερότητα», εκδ. Παπαζήση
10. Cipa, S., «Carving Gargoyles, Grotesques, and Other Creatures of Myth», East Petersburg, PA : Fox Chapel Pub.
11. Κοκονεζάκη, Σ., «Η γιορτή των Ανθεστηρίων και η σημασία της στην αρχαία Ελληνική θρησκεία των κλασικών χρόνων», https://ikee.lib.auth.gr/record/129498/files/kokonezaki.pdf
Εικόνες: Διαδίκτυον