ΚΟΙΝΩΝΙΑ
- Τετάρτη, 12 Ιουλίου 2017 20:15
ΙΚΑΡΙΑ – ΤΟΥΡΚΙΑ – ΑΙΓΥΠΤΟΣ
Μια συγκλονιστική αφήγηση της προσφυγικής περιπέτειας
της Αιγαλιώτισσας (εξ ΙΚΑΡΙΑΣ) Μαρίας Χασαπίδου
στην κατοχή (1940 – 1944)
ΠΟΛΕΜΟΣ 1940:
ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ – ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ & ΤΕΛΟΣ ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Βρισκόμαστε στο έτος 1940. Βαθύ σκοτάδι ήταν σπαρμένο παντού. Τίποτα δεν ακουγόταν στην όμορφη φύση του Οκτώβρη, κάπου κάπου, καμιά κλαψιάρικη φωνή της κουκουβάγιας. Το μαύρο άλογο της νύχτας είχε ξεπεζέψει για καλά και είχε απλώσει το βαρύ πέπλο του σκότους. Τη γλυκιά μαγευτική αυτή νύχτα βρήκε κατάλληλη ο ύπουλος κατακτητής να δώσει το φοβερό πλήγμα του πολέμου. Οι ανδρειωμένες ψυχές των Ελλήνων απάντησαν με υπερηφάνεια στο δόλιο κατακτητή “ΟΧΙ” χιλιάδες στόματα πρόσφεραν με αυτοπεποίθηση τη λέξη αυτή, την πήρε το μελαγχολικό αεράκι και το ανήγγειλε στα πέρατα της γης. Το αντιλάλησαν τα βουνά, ο Υμηττός, η Πάρνηθα και η Πεντέλη. Τα δέντρα τρομαγμένα άφησαν να πέσουν τα χλωμά τους φύλλα, τα χορταράκια κιτρίνισαν και η θάλασσα άρχισε με μανία να χτυπά τους βράχους της ακρογιαλιάς, ο ουρανός σκέπασε το γαλάζιο του χρώμα του με πυκνά μολυβένια σύννεφα. Όλα άλλαξαν, η φύση σκυθρωπή, μελαγχολική συνοδεύει τις ταραγμένες σκέψεις των Ελλήνων. Η Ελλάς ορθώνει το ανάστημα της με υπερηφάνεια στο γίγαντα εχθρό. Τα ελληνόπουλα πολεμούν με θάρρος για την προστασία των ιερών της πατρίδας. Πάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας πολεμά ο Δαβίδ με τον Γολιάθ, ο Λέων με το μυρμήγκι. Οι ελληνικές ψυχές αντιστέκονται στις καταρρακτώδες επιθέσεις του εχθρού. Το αγνό αίμα των ελλήνων χύνεται βάφοντας το χιόνι κόκκινο. Κάθε ελληνικό σώμα τοίχος απροσπέλαστο γίνεται για να προστατεύσει την Ελλάδα την γλυκιά πατρίδα, την χώρα του πολιτισμού, των γραμμάτων και της Δημοκρατίας. Τα αυτιά των Ελλήνων στρατιωτών χαϊδεύει απαλά το ρητό του μεγάλου Σωκράτη “εις οιωνός άριστον αμύνεστε περί πατρίς”. Το αμυντικό τοίχος γκρεμίζεται από τον ορμητικό κατακτητή.
Οι Γερμανοί στην Ελλάδα. Οι Γερμανοί ποδοπατούν τη χώρα, που του χάρισε τα φώτα του πολιτισμού, τη χώρα που τους δίδαξε να αγαπούν το ωραίο, να λατρεύουν τη φύση. Οι Γερμανοί ποδοπατούν, τυραννούν, βασανίζουν, γκρεμίζουν, σκορπούν φρίκη, θάνατο, δυστυχία και πόνο παντού. Η μαύρη κατοχή σκεπάζει την Ελλάδα από άκρη σε άκρη. Ο ήλιος κρύβεται πίσω από τα κατάμαυρα σύννεφα λες και σκιάζεται να αντικρίσει την αδικία που κάτω στη μικρή γη επιτελείται. Οι Έλληνες κύρτωσαν από πείνα, στεναχώρια, κακουχίες, βασανιστήρια, οι ψυχές τους όμως ορθώνονται υπερήφανες και ατενίζουν με θάρρος τον εχθρό που χωρίς ντροπή, χωρίς οίκτο κουρελιάζει την γαλανόλευκη χλαμύδα της χρυσόξανθης κόρης των Βαλκανίων την πανώρια Ελλάδα. Μέσα σε αυτή την ανεμοζάλη, θελήσαμε με πόνο στην καρδιά να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας. Η καταιγίδα της κατοχής σκεπάζει τα πάντα. Ήταν Γενάρης. Το χιόνι επιβλητικό δέσποζε στα βουνά της Ικαρίας, ο αέρας φυσομανούσε μέσα στα φυλλώματα των καλαμιών και το κύμα με μανία κτυπούσε τους βράχους της ακρογιαλιάς. Στους δρόμους δεν φαινόταν τίποτα. Η μπότα του κατακτητή επικρατούσε παντού και σκόρπιζε παντού τη δυστυχία. Η επικοινωνία με τη μητέρα Ελλάδα κόπηκε από τη στιγμή που ο κατακτητής βάρβαρος απλώθηκε στο νησί του Ικάρου. Οι άνθρωποι άλλαζαν, η υγεία φοβισμένη έτρεξε να εξαφανιστεί. Κορμιά σκελετωμένα έβλεπες παντού, στα χιονισμένα βουνά να μαζεύουν χόρτα. Ο πόνος, ο θάνατος, η πείνα, η κακουχία και η βαριά σκλαβιά μάστιζαν το μικρό νησί.
Ο κόσμος άρχισε να φεύγει, που πήγαινε, άγνωστο, μα όχι πήγαινε στην Τουρκία, έτρεχε να βρει σωτηρία. Αυτό έκανα και εγώ ένα βράδυ, πήρα την πενταμελή οικογένεια μου και τράβηξα για το άγνωστο (Όταν γύρισα από τον πόλεμο πάνω στα Αλβανικά βουνά, έφτασα με χίλιους κόπους και ταλαιπωρία στο Πολύδροσο Χαλανδρίου. Εκεί είχα ένα σπίτι, το πούλησα και πήρα από έναν μαυραγορίτη δύο τενεκέδες λάδι. Με αυτό το θησαυρό κατέβηκα στο νησί. Όταν τελείωσε ο ένας τενεκές κατάλαβα ότι θα πεθαίναμε σιγά σιγά ο ένας μετά τον άλλον και αυτό δεν θα το άντεχα. Πήρα λοιπόν τη μεγάλη απόφαση να ρισκάρω για τη ζωή ή το θάνατο πολεμώντας και όχι να περίμενα καρτερικά το θάνατο της οικογένειας μου). Περπατήσαμε πέντε ώρες δρόμο. Εξαντλημένοι στο τέλος καθίσαμε να περάσουμε την νύχτα μας σε ένα ερημικό εκκλησάκι τον “Άγιο Φωκά” χτισμένο στους βράχους της θάλασσας. Εκεί στο ερημοκλήσι θα ερχόταν ο Αρχιπυρατής Καστανιάς αποκηρυγμένος από τους Γερμανούς γιατί φυγάδευε τον κόσμο, να μας περάσει απέναντι στην Τουρκία. Μείναμε στο ερημοκλήσι δύο ημέρες περιμένοντας. Ο φόβος μας ήταν διπλός τί θα συναντούσαμε εκεί που θα πηγαίναμε; και αν μας έβρισκαν οι Γερμανοί στο ερημοκλήσι; Τέλος το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μπήκαμε με τρόπο στο μικρό βαρκάκι του Καστανιά. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και το βαρκάκι έσκιζε με κόπο τα ήρεμα νερά της θάλασσας. Το φορτίο ήταν βαρύ για μια βαρκούλα τόσο μικρή. Δεν είχαμε προχωρήσει πολύ και βλέπουμε ένα αεροπλάνο. Θεέ μου τι φόβος, τη αγωνία όλοι πέσαμε πρηνηδόν μέσα στη βάρκα. Το αεροπλάνο έκανε μία στροφή πάνω από το βαρκάκι και χάθηκε στον ανοιχτό ορίζοντα. Μα σε λίγο ένα καταδιωκτικό, καμία ελπίδα σωτηρίας δεν υπήρχε, αλλάξαμε πορεία για τη Χίο. Μα και αυτό πέρασε. Το μεγάλο Σάββατο μας βρίσκει μέσα στη Τούρκικη θάλασσα. Όσο πλησιάζαμε στην ξηρά της άγνωστης γης τα μάτια μας γέμιζαν από δάκρυα και η ψυχή μας φούσκωνε από πόνο. Το σκοτάδι άρχισε αργά αργά να απλώνεται και να μας τυλίγει στα μαύρα του πέπλα. Επιτέλους φτάσαμε στην ξηρά – στο καλαμάκι. Η κούραση, η πείνα και η αγωνία μας είχε τσακίσει. Στρώσαμε στα κάτασπρα βότσαλα και ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε. Τι γλυκός ύπνος στην ακροθαλασσιά έπειτα από ένα τρομοκρατικό ταξίδι , σε μία άγνωστη χώρα. Θα με είχε πάρει για καλά ο ύπνος όταν άκουσα απελπισμένα να φωνάζουν βοήθεια πνιγόμαστε. Σηκώνομαι επάνω και μέσα στο σκοτάδι και την θαλασσοταραχή βλέπω να παλεύει με τα άγρια κύματα μία βάρκα πολύ πιο μικρή από τη δική μας. Με κόπο και κίνδυνο τραβήξαμε τη βάρκα στη στεριά. Τι να δω. Ο γιατρός του χωριού με την οικογένεια του, παίρνω τα δύο μικρά παιδιά του και τα πάω στη γυναίκα μου να τα αλλάξει γιατί ήταν βρεγμένα μέχρι το κόκαλο. Εκείνη κοιμισμένη όπως ήταν τα σκέπασε και εξακολούθησε να κοιμάται. Όταν ξαναγύρισα της φώναξα και έντρομη σηκώθηκε επάνω και με αγωνία με ρωτά που τα βρήκες τα παιδιά; Άλλαχτα είναι βρεγμένα. Ήρθε ο Φώτης με τη Γιωργία, έτσι τους έλεγαν. Η νύχτα άρχισε να υποχωρεί μαζεύοντας τα αστέρια στα παλάτια του, παραχωρώντας τη θέση στο φως της ημέρας το αγαπημένο σε όλους, αλλά περισσότερο στους δυστυχείς. Ο ερχομός της ημέρας μαζί έφερε και τους Τούρκους. Είχαμε πέσει στο φυλάκιο του Καλαμακίου. Όλη την ημέρα την περάσαμε στην ακρογιαλιά, ένας τούρκος στρατιώτης μας φρουρούσε. Τα παιδιά παρόλη την εξάντληση και την ταλαιπωρία και την πείνα έπαιζαν ήρεμα με τη θάλασσα η οποία είχε γαληνεύσει.
Πάσχα
Τη νύχτα του Πάσχα ξαπλώσαμε να κοιμηθούμε με φρουρό έναν Τούρκο στρατιώτη. Ο ύπνος όμως είχε εξαφανιστεί, με μάτια γεμάτα δάκρυα κοίταζα τον έναστρο ουρανό και θυμόμουν με πόνο το Πάσχα στο νησί με τα κόκκινα αυγά, τη θαλπωρή του σπιτιού, τις χαρούμενες φωνές των παιδιών. Τι φταίξαμε και τώρα βρισκόμαστε ξαπλωμένες σε μία αφιλόξενη γη με έναν φρουρό να μας φυλάει με το χέρι στη σκανδάλη; Τι κάναμε και τώρα μακριά από την πατρίδα μας, στα χέρια ξένων ανθρώπων έχουμε παραδώσει την τύχη μας, τα παιδιά μας που με κόπους και φροντίδα δημιουργήσαμε; Τι κακό! Τι καταστροφή και οδύνη φέρνει ο πόλεμος! Το βράδυ αυτό οι Τούρκοι είχαν φτάσει επτά νέα αγόρια από το χωριό μας, που έφυγαν για να αποφύγουν το φάσμα της πείνας και του θανάτου. Ένας Τούρκος ολόκληρη την νύχτα τους έκανε περίπατο, από την ακρογιαλιά στο φυλάκιο. Για να γίνεται πιο ευχάριστος ο νυχτερινός περίπατος ο Τούρκος με ένα μαύρο μαστίγιο τους κτυπούσε αλύπητα, τόσο πολύ που όταν η αυγή ρόδισε, τα επτά νέα αγόρια βρίσκονταν σε άθλια κατάσταση. Τα ρούχα τους ήταν κουρελιασμένα και τα κορμιά τους μαυρισμένα και το αίμα έτρεχε από τις πληγές τους. Η ημέρα τους έφερε τη λύτρωση από το μαρτύριο του περιπάτου και του ξυλοδαρμού. Έφερε όμως και την καταστροφή όλων. Οι Τούρκοι με απειλές μας έβαλαν σε δύο βάρκες όλους και μας έδιωχναν να γυρίσουμε πίσω. Η θάλασσα ύψωνε πελώρια κύματα λες και ήθελε να μας καταπιεί. Επιτέλους μπήκαμε στις βάρκες και αρχίσαμε να παλεύουμε με τα κύματα. Στη μικρή βάρκα ήταν ο γιατρός με την οικογένεια του και μερικά από τα αγόρια. Μέσα σε όλη αυτή την ανεμοζάλη έρχεται ένα καταδιωκτικό με μία τριμελή οικογένεια και αφού κατόρθωσε και πλεύρισε τη μικρή βάρκα την έβαλε μέσα. Το βαρκάκι άρχισε να χάνεται μέσα στα πελώρια κύματα και κινδύνευε να βυθιστεί. Ο γιατρός με δάκρυα στα μάτια φωνάζει απελπισμένα, Γιώργο σώσε τα παιδιά μου πνιγόμαστε σώσε τα παιδιά μου, τη φωνή του πατέρα τον σπαραγμό για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν όλοι ο πατέρας φωνάζει για τα δύο μικρά παιδιά, που ακόμα δεν έχουν χαρεί τίποτα ούτε χόρτασαν και αυτό το ψωμί που τα μικρά παιδιά ρωτούσαν πως το λένε το ψωμί, ψωμί, ψωμάκι; Η στιγμή είναι τραγική, ανατριχιαστική. Τα πελώρια κύματα, ο άγριος ήχος της μανιασμένης θάλασσας, η απελπισμένη φωνή του πατέρα, το μικρό βαρκάκι να παλεύει να αντιμετωπίσει την μανία των κυμάτων, όλα αυτά ήταν σαν την κόλαση του Δάντη. Η βάρκα μας προσπαθεί να πλευρίσει το βαρκάκι μα είναι αδύνατον, τα κύματα μας σέρνουν με μανία να μας συντρίψουν στα βράχια που απειλητικά στέκουν. Επιτέλους μετά από πάλη κατορθώσαμε να σμίξουμε τις βάρκες. Είχαμε πάρει το ένα μικρό παιδί του γιατρού στη βάρκα μας, ο Τούρκος σκοπός μας έριξε, η σφαίρα σφυρίζοντας πέρασε πλάι στο γιατρό που φώναζε απελπισμένα βοήθεια. Έβλεπε να γκρεμίζεται η δημιουργία του, το οικοδόμημα που χρόνια προσπαθούσε να χτίσει γκρεμιζόταν μπροστά στα μάτια του και δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Οι βάρκες χωρίζουν προ στιγμή ξανά σμίγουν όμως και αυτή τη φορά γίνεται ένας αγώνας μία πάλη, το αίσθημα της αυτοσυντήρησης κυριαρχεί, το ο καθένας προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του. Ο γιατρός με την οικογένεια του ήρθε στη δική μας βάρκα καθώς και οι δύο άλλες γυναίκες με το μικρό αγοράκι τους. Τα αγόρια νεαροί όλοι έμειναν στη μικρή βάρκα, χωρίς κανένα μεγάλο και προσπαθούσαν και αυτά να μπουν στη δική μας βάρκα.
Ο Τούρκος μανιασμένος τώρα μας ξανά ρίχνει φωνάζοντας για την Ικαρία “πίσω στην Ικαρία σας”. Οι βάρκες χώρισαν. Τρομοκρατημένοι πλέον ότι είμαστε χαμένοι αρχίσαμε να κοιταζόμαστε παλεύοντας απεγνωσμένα με τα κύματα που προσπαθούσαν να καταπιούν τη βάρκα. Ακόμα στα αυτιά μου αντηχεί η απεγνωσμένη φωνή ενός δεκαεξάχρονου παιδιού “Παναγία μου, μαμά μου πνιγόμαστε”. Η βάρκα μας είχε πορεία για τον Βρομολιμιόνα το βαρκάκι πήρε άλλη πορεία. Έπειτα από δύο ώρες αγωνίας και πάλης με το αδάμαστο στοιχείο τη θάλασσα φτάσαμε στην ακροθαλασσιά του Βρομολιμιόνα. Ο ήλιος είχε προχωρήσει αρκετά και έστελνε τις χρυσόξανθες κόρες του για να μας ζεστάνουν. Αφού καθίσαμε στα βραχάκια της ακρογιαλιάς και ξεκουραστήκαμε, πήραμε την απόφαση να φύγουμε να πάρουμε πορεία για τα Βουρλά. Μπροστά μας υπήρχαν δύο μικρά δρομάκια ποιο να ακολουθήσουμε, να το μεγάλο δίλημμα. Τέλος αποφασίσαμε, πήραμε το δρομάκι που φαινόταν πιο ήρεμο και είχαμε περισσότερες ελπίδες να φτάσουμε στον προορισμό μας. Βαδίζαμε αργά και σταθερά για να βρούμε τόπο φιλόξενο αφού στον πρώτο σταθμό μας δέχτηκαν με τόσες θερμές εκδηλώσεις, βαδίζαμε με την ελπίδα της σωτηρίας. Το βραδάκι όταν ο ήλιος άρχισε να χάνεται μέσα στη θάλασσα ο δρόμος που ακολουθούσαμε τελείωσε και βρισκόμαστε μέσα σε δάσος καταπράσινο και άγριο με θάμνους και πανύψηλα δέντρα. Σταματήσαμε να κοιμηθούμε και να ξεκουραστούμε, άναψα φωτιά και γύρο στο ευλογημένο φως ξαπλώσαμε. Εγώ άγρυπνος διατηρούσα τη φωτιά άσβεστη και φύλαγα μη μας επιτεθεί κανένα άγριο ζώο. Τι εφιαλτική βραδιά, γεμάτη τρόμο, μυστήριο και αγωνία για το αύριο. Το μαύρο σκοτάδι της νύχτας έκανε το δάσος πιο άγριο. Επιτέλους ξημέρωσε και αρχίσαμε πορεία μέσα στο δάσος. Μπροστά μας υψώνοντας τέσσερα βουνά καταπράσινα, ο γιατρός έλεγε ότι πίσω από αυτά είναι τα Βουρλά. Προχωρούσαμε μέσα στα πυκνά κλαδιά, αυτά λαίμαργα άπλωναν τα κλαδιά τους και μας ξέσκιζαν τα ρούχα μα και τις σάρκες, τα αγκαθωτά βράχια μας χάλασαν τα παπούτσια και ξυπόλυτοι και σχεδόν γυμνοί προχωρούσαμε μέσα στο άγριο δάσος. Η τροφή μας ήταν άψητα σαλιγκάρια, κρήταμε και κανένα άγριο πράσο που σπανιότατα εμφανιζόταν στο δρόμο μας, το καραβάνι μας προχωρεί. Αφού περάσαμε ένα επικίνδυνο γκρεμό ανάμεσα από τα κλαδιά ένα μέτρο πλάτος και κάτω μαύρη τρομακτική απλωνόταν η θάλασσα με τα αφρισμένα κύματα σταθμεύσαμε στο “Βαθύλακο” εμείς τον ονομάσαμε έτσι, ήταν λάκκος γύρω γύρω με ύψωμα με μία διέξοδο προς τη θάλασσα και ένα στενό δρόμο προς το δάσος. Όπως κάθε κανόνας έχει και εξαιρέσεις, έτσι και κάθε περιπέτεια δυσάρεστη έχει και κωμικούς σταθμούς. Αλλά σε αυτή την περιπέτεια κωμικό-τραγικούς. Ο γιατρός με τη σύζυγο του κρατούσαν ένα κουτί αλεύρι και ένα ζάχαρη για τα δύο μωρά τους.
Στο Βαθύλακο λοιπόν, όπου σταθμεύσαμε δύο μέρες, η γυναίκα του έφαγε άψητα μία κουταλιά αλεύρι και μία ζάχαρη, ο γιατρός πεινασμένος και εξαντλημένος, όπως όλοι μας, παίρνει και αυτός το κουτάλι και τρωει μία κουταλιά αλεύρι και μία ζάχαρη, το ίδιο και η γυναίκα του και ξανά ο γιατρός μέχρι που άδειασαν και τα δύο κουτιά. Το αλεύρι και η ζάχαρη άρχισαν μέσα τους να ανάβουν και νερό κατά τη διάρκεια της πενταήμερης πορείας μας δεν βρήκαμε πουθενά. Τα χείλη του γιατρού φλογίζοντας, νερό φώναζε θέλω νερό και η φωνή του αντιλαλούσε στα γύρο βουνά και γινόταν θρήνος γοερός η φωνή του. Τέλος έσκαψε κάτω στην ακροθαλασσιά, από τη δίψα του ο γιατρός νόμιζε ότι ήταν η θάλασσα κρυστάλλινο νερό και έπινε με λαιμαργία το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Ήπια και εγώ και το μικρό μου αγοράκι ο Παντελής. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα δύο αδύνατα χεράκια του πως απλώνοντας και με φωνή σβησμένη τρεμουλιαστή μου φώναζε θέλω νερό μπαμπά, θέλω θάλασσα. Η θάλασσα μας εξάντλησε και παραλίγο ο Βαθύλακος να γίνει ο τάφος ολόκληρου του καραβανιού, αν εγώ δεν είχα το κουράγιο να τους πίσω πως έπρεπε να προχωρήσουμε. Όταν ο ήλιος άρχισε να προβάλλει αργά αργά τους άφησα στο Βαθύλακο και προχώρησα να δω το μέρος πως ήταν. Αν έβρισκα νερό και κατόπιν να γυρίσω να τους πάρω (μαζί μου ήρθαν και τα νεαρά παιδιά που ήταν στη βάρκα τη δική μας και αυτά αποφάσισαν να προχωρήσουν μόνα τους γιατί σαν παιδιά που ήταν θα προχωρούσαν πιο γρήγορα και αν έφταναν κάπου θα ειδοποιούσαν ότι τρεις οικογένειες είναι χαμένες στο δάσος). Προχωρούσαμε σχεδόν πατώντας στη θάλασσα, όταν μέσα σε μία λακκούβα του βράχου ένα πλατάγισμα της θάλασσας πέταξε ένα αρκετά μεγάλο ψάρι. Δεν χάνουμε καθόλου καιρό συγκεντρώνοντας τις ασθενικές μας δυνάμεις πετάξαμε το ψάρι στη στεριά. Ήταν θαύμα το μάνα εξ ουρανού την πιο κατάλληλη στιγμή. Τα παιδιά με χαιρέτησαν τους ευχήθηκα καλή επιτυχία, πήρα το ψάρι, αλλά η χαρά και η λαχτάρα δεν έχουν λόγια να περιγραφθεί. Προχώρησαν μόνος τώρα προς το δάσος , περίπου εκατό μέτρα, είδα ένα χαλασμένο χαμόσπιτο και άρχισα να ψάχνω για πηγάδι. Σε μία άκρη υπήρχε ένα μικρό πηγαδάκι με νερό. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά και τα γόνατα μου άρχισαν να λυγίζουν. Βρήκα νερό σωθήκαμε. Βρήκα το μεγαλύτερο θησαυρό του κόσμου. Έπεσα πρηνηδόν και με ένα κουτί του κουάκερ που κρατούσα άρχισα να πίνω άπληστα το θησαυρό που ο Θεός έδωσε στη γη για να υπάρχει ζωή. Αφού ήπια γέμισα το κουτί και ξεκίνησα για να συναντήσω το καραβάνι, που με περίμενε με ανυπομονησία. Ο ήλιος εκείνη την ώρα έγερνε προς τη δύση, προχωρούσα βιαστικά ανάμεσα στους θάμνους οι οποίοι μου είχαν σκίσει τα ρούχα και μου ξέσκιζαν τη σάρκα. Είχα χάσει το μονοπάτι και περιπλανιόμουν μέσα στο άγριο δάσος, χωρίς να μπορώ να βρω τους συντρόφους μου. Τέλος άρχιζα να σφυρίζω απελπισμένα όταν για μεγάλη μου χαρά άκουσα απάντηση στο σφύριγμά μου. Τέλος έφθασα στο Βαθύλακο με τους δύο θησαυρούς που κρατούσα. Βρήκα νερό, ήταν η πρώτη μου λέξη, τα μάτια όλων άστραψαν, βρήκες νερό; νερό αλήθεια; Νερό δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια όλων, σωθήκαμε. Άνοιξα το κουτί και με ένα κουτάλι της σούπας άρχισα να κάνω διανομή ή μάλλον κοινωνούσα, πρώτα τα μικρά παιδιά που τα ματάκια τους άστραψαν, μετά με τη σειρά οι μεγάλοι. Έπειτα έψησα το ψάρι στα κάρβουνα και φάγαμε όλοι λίγο, αλλά ήταν κάτι θεϊκό. Πόσο ωραία, μαγευτική και γεμάτη μυστήριο μου φάνηκε εκείνη η νύχτα. Πόσο μεγάλη είναι η δύναμη και η φροντίδα του Θεού για τα πλάσματά της; Τη στιγμή που εξάντληση μας λύγιζε τα και είμαστε έτοιμοι να σκύψουμε το κεφάλι στα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας έρχεται η θεϊκή βοήθεια το νερό που με λαχτάρα ονειρευόμαστε πέντε μέρες. Το νερό μας έδωσε δύναμη και κουράγιο να συνεχίσουμε τον δρόμο το σκληρό της ζωής ανάμεσα στο άγριο δάσος. Μόλις ο ήλιος ρόδισε ξεκινήσαμε, η γυναίκα μου σήκωνε το μικρό μας παιδί, εγώ ένα μεγάλο δέμα τα ρούχα μας και κατάκοπα και εξαντλημένα προχωρούσαν τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου ο Ηλιάς και η Μαρώ με ένα παπούτσι γιατί το άλλο δεν μπορούσε να το φορέσει ήταν το ποδαράκι του πληγωμένο. Πίσω ερχόταν η Γεωργία η γυναίκα του γιατρού με το βυζανιάρικο στην αγκαλιά, πιο πίσω ο Φώτης σήκωνε το μικρό κοριτσάκι του, τέλος ακολουθούσε η γιαγιά Αρχοντούλα με την κόρη της τη Σοφία που και αυτή σήκωνε το μικρό της αγοράκι, βέβαια η γιαγιά στεναχωριόταν βλέποντας την κόρη της να περπατά αγκομαχώντας με το βάρος του παιδιού και το μπόγο με τα ρούχα σέρνοντας με κόπο τα βήματα της.
Έτσι λοιπόν προχωρούσαμε μέσα στο άγριο δάσος και βλέπαμε με απορία και τρόμο τα σκαμμένα χώματα από τα αγριογούρουνα. Όμως δεν είχαμε την ατυχία να συναντήσουμε κανένα άγριο ζώο ούτε κανένα διαβατάρικο πουλί να μας τρομάξει. Όταν νύχτωσε σταθμεύσαμε στην ακροθαλασσιά και όλοι κατάκοποι ξάπλωσαν στο φιλόξενο άσπρο χαλίκι. Εγώ μάζεψα κλαδιά και άναψα φωτιά και όλο το νυχτερινό διάστημα πέταγα φωτιές ψηλά μήπως δει κάποιος τις φωτιές και έρθει να μας σώσει. Όλοι κοιμόντουσαν, το κύμα τους νανούριζε και η ευλογημένη φωτιά τους ζέσταινε. Πόσο ήρεμοι κοιμόντουσαν ξεχασμένοι από το καθημερινό μας μαρτύριο μακριά από τον πόνο της ζωής. Πόσο θα ήθελα και εγώ να κλείσω έστω για λίγο τα μάτια και ο ύπνος να με μεταφέρει σε παραμυθένια ήσυχα μέρη, αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει έπρεπε κάπου να φτάσουμε, κάποιος να δει ότι υπάρχουμε και τυραννιόμαστε μέσα στο δάσος. Οι φωτιές που διαρκώς πετούσα διέγραφαν στον ουρανό φωτεινά τόξα και κατόπιν έπεφταν στη θάλασσα. Έτσι πέρασε μία ακόμα σκοτεινή βραδιά περιμένοντας το λυτρωμό ή τον θάνατο. Η μέρα είχε αρχίσει για καλά όταν ξεκινήσαμε, που πηγαίναμε δεν γνωρίζαμε κι όμως βαδίζαμε περιμένοντας τη σωτηρία ή το θάνατο. Είχαμε προχωρήσει αρκετά όταν καθίσαμε στην ακροθαλασσιά να ξεκουραστούμε και να συγκεντρώσουμε τις λίγες δυνάμεις μας για μία τελευταία προσπάθεια σωτηρίας. Με δάκρυα στα μάτια έβλεπα τα χλωμά σκελετωμένα παιδιά μου να κινδυνεύουν να πεθάνουν πεινασμένα κουρασμένα και προπάντων διψασμένα. Η μοίρα μας κτυπούσε σκληρά αλύπητα από παντού όμως η δύναμη της ψυχής είναι μεγάλη και νομίζω πως ο κίνδυνος τη δυναμώνει και την κάνει ανίκητη. Δεν θα υποκύψουμε στις κακουχίες με νύχια και με δόντια πρέπει να φθάσουμε κάπου όχι στο θάνατο, στη σωτηρία πρέπει να μη μας γονατίσει η πείνα και η κούραση. Η Γεωργία σηκώθηκε πρώτη και προχώρησε, εμείς ετοιμαζόμαστε να σηκωθούμε όταν η Γεωργία τρομαγμένη λεει “ Παναγία μου τρεις στρατιώτες και ένας άνθρωπος”. Σηκωθήκαμε είπα και τα μάτια μου άστραψαν από χαρά, δεν με φόβισαν καθόλου τα προτεταμένα περίστροφα των Τούρκων στρατιωτών. Ήρθαν κοντά μας και ο ένας μας ρώτησε σε άπταιστα ελληνικά ποιος άναψε τη φωτιά, χωρίς να διστάσω καθόλου “εγώ την άναψα” απάντησα. Αυτήν είδαμε όταν ανεβασμένοι στο φυλάκιο παρατηρούσαμε τα γύρο μέρη. Η φωτιά ήταν η σωτηρία μας, η σωτηρία τόσων αθώων υπάρξεων που υπέφεραν κατά τον σκληρότερο τρόπο εξαιτίας της φιλοδοξίας και της αλαζονείας ενός μισάνθρωπου του Χίτλερ. Ο τούρκος μας είπε ελάτε να φάμε κάτι και να πιούμε λίγο νερό και μετά να ξεκινήσουμε για το φυλάκιο. Πρέπει πριν τη δύση του ηλίου να είμαστε εκεί. Η φωνή του σαν γλυκό κελάηδισμα χάιδευε τα αυτιά μας και μας έδινε φτερά στα βαριά κουρασμένα πόδια μας, αν ήταν δυνατόν να πετάξουμε. Ο Θεός μας βοηθούσε δεν μας άφησε στην τύχη μας έστειλε την τελευταία στιγμή τους καλούς αυτούς ανθρώπους να μας οδηγήσουν στην ελεύθερη πατρίδα τους. Βαδίζαμε λίγο μέσα στο καταπράσινο χορτάρι και ο τούρκος μας είπε καθίστε όλοι κάτω. Με ένα μικρό κουτί έβγαλε νερό από ένα ρηχό πηγάδι, αν περνούσαμε από εκεί θα πέφταμε μέσα γιατί τα πράσινα χόρτα το σκέπαζαν και μόνο ο τούρκος βοσκός το ήξερε γιατί όπως μα είπε αργότερα ήταν βοσκός και ήξερε καλά την περιοχή. Ήπιαμε όλοι, ρίξαμε στο πρόσωπο μας για να νιώσουμε τη δροσιά από το ευλογημένο νεράκι. Μετά έβγαλε δύο μεγάλα άσπρα ψωμιά, τα μάτια μου άστραψαν και κρύος ιδρώτας άρχισε να βρέχει το πρόσωπό μου, γυρίζω και βλέπω τα μάτια όλων καρφωμένα πάνω στο λευκό ψωμί, ένα δάκρυ κυλούσε στα μάτια όλων στη θέα του πολιτισμού αυτού αγαθού που είχαμε καιρό να αντικρίσουμε. Ο τούρκος έκοψε το ψωμί και έδωσε στον καθένα από ένα μεγάλο κομμάτι. Το κοίταζε με τόσο περιέργεια, αλήθεια ήταν ψωμί δεν μπορεί να είναι όνειρο, είναι πραγματικότητα κρατάω στα χέρια μου μία φέτα άσπρο ψωμί, δεν τολμούσα να το φαω γιατί ακόμα το μάτι δεν είχε χορτάσει τη θέα του μεγάλου αυτού θησαυρού. Ο τούρκος έβλεπε με συγκίνηση και έκπληξη τη στιγμή αυτή που επικρατούσε νευρική σιγή σαν εκείνη, που όταν ο ιερέας στη μεγάλη πύλη μεταλαμβάνει τους πιστούς. Τέλος αφού φάγαμε και ήπιαμε αρκετό νερό ξεκινήσαμε. Οι τούρκοι μας βοήθησαν, άλλος πήρε ένα μπόγο, άλλος σήκωνε τα μικρά παιδιά. Μπροστά ο τσοπάνης και πίσω πηγαίναμε εμείς κατάκοποι και εξαντλημένοι, με την κρυφή χαρά ότι σωθήκαμε. Περνούσαμε μέσα από θάμνους, από θεόρατα δέντρα και άλλοτε από καταπράσινα λιβάδια που έβοσκαν πρόβατα. Πριν τη δύση του ηλίου φτάσαμε στο φυλάκιο “Ντεμερτσιλί” έτσι λεγόταν. Γύρω μας στέκονταν οι τούρκοι, μας κοίταζαν περίεργα. Είμαστε τόσο ταλαιπωρημένοι σχεδόν αξιοθρήνητοι. Ήταν η ώρα του φαγητού, μας έβαλαν σε βαθιά πιάτα, θυμάμαι, πλιγούρι και μπόλικο ψωμί. Αφού φάγαμε ο τούρκος αξιωματικός δια του διερμηνέα μας ρώτησε εάν είμαστε ευχαριστημένοι και παρακάλεσε τις γυναίκες να δουν το μέρος που θα κοιμόμασταν. Μας είπε ότι θα κοιμόμασταν μέσα στον ίδιο θάλαμο με τους τούρκους στρατιώτες. Μάλιστα μας τόνισε ότι δεν υπάρχει κανένας φόβος να κοιμηθούμε αμέριμνα για να ξεκουραστούμε. Πράγματι κοιμηθήκαμε οι τούρκοι από τη μία πλευρά του θαλάμου και εμείς από την άλλη φυσικά χάμω. Μία γριά που είχαμε μαζί μας φοβόταν δεν ήθελε με κανένα τρόπο να κοιμηθεί. Ξαπλωμένη με τα μάτια ανοιχτά περίμενε την αυγή. Όλοι οι άλλοι πέσαμε σε ένα βαθύ ύπνο, λήθαργο χωρίς καμία σκέψη. Δεν μας τρόμαξε καθόλου ότι μαζί μας κοιμόντουσαν τόσοι στρατιώτες, ένας ξένος λαός που δεν μπορούσαμε ούτε να συνεννοηθούμε. Δεν θυμάμαι πιο γλυκό ύπνο από αυτόν. Όταν ο ήλιος πρόσχαρος πρόβαλε μας έστειλε κάποια μικρή αδιάκριτη αχτίδα και θαμπώνοντας μας μας ξύπνησε από τον ευεργετικό ύπνο που τόση ανάγκη είχαμε όλοι. Σηκωθήκαμε μας πρόσφεραν γάλα και ψωμί και ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. Οι στρατιώτες φόρτωσαν τα λιγοστά μας πράγματα σε ένα γαϊδουράκι και στο άλλο έβαλαν τα δύο παιδιά μου τον Ηλία και τη Μάρω, στα δύο κοφίνια που ήταν δεμένα στα πλάγια του γαϊδουριού έβαλαν τα δύο μικρότερα παιδιά τον Ασημάκη του γιατρού και τον Παντελάκη το μικρό μου αγόρι. Αφού μας χαιρέτησε ο αξιωματικός και αφού τους ευχαριστήσαμε φύγαμε με τρεις τούρκους στρατιώτες για τα Βουρλά (ο αξιωματικός του φυλακίου ήταν ένα ψηλό, μελαχρινό λεβεντόπαιδο και ο τρόπος που μας δέχθηκε ήταν τόσο άψογος τόσο φιλικός που έμοιαζε με ελληνική φιλοξενία, πιστεύω πως πρέπει να ήταν Ελληνόπουλο από αυτά που έμειναν Τουρκία μέσα στον πανικό της Μικρασιατικής καταστροφής). Βαδίζαμε τώρα γεμάτοι περιέργεια και με πεποίθηση ότι είχαμε σωθεί. Πως θα ήταν αυτή η πόλη, θα έμοιαζε με τις πόλεις της Ελλάδος, πως θα ήταν οι κάτοικοι;
Βαδίζαμε από δρόμους στενούς, καταπράσινοι μικροί κήποι, δένδρα με ωραίους καρπούς που σου θύμιζαν Ελλάδα. Περπατούσαμε θαρρείς μηχανικά όλοι, κανείς δεν μιλούσε όλοι βαδίζαμε με διάφορες σκέψεις, ο καθένας φοβόταν μην του μιλήσει ο άλλος και χάσει τους στοχασμούς του. Μόνο τα βήματα μας ακούγονταν και καμιά λεπτή φωνούλα των παιδιών που ήθελαν να επιβληθούν στα μικρά φιλόξενα γαϊδουράκια να βαδίζουν πιο γρήγορα. Επιτέλους αρχίσαμε να μπαίνουμε στα Βουρλά. Στους δρόμους συναντούσαμε χωρικούς που χαρούμενοι και ευτυχισμένοι γύρναγαν στα αγαπημένα τους σπίτια έπειτα από τον καθημερινό μόχθο της ημέρας. Μερικές γυναίκες μας χαιρέταγαν και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια τους. Γιατί άραγε τα μάτια τους δακρύζουν; Μήπως η παρουσία μας τους θύμιζε παλιά δυσάρεστα γεγονότα; Ή η κατάντια μας τους έφερνε τόση θλίψη; Αλήθεια το θυμάμαι και μου φαίνεται απίστευτο. Όταν μπήκαμε στα Βουρλά την ωραία και φιλόξενη αυτή πόλη, κανένας μας δεν φορούσε παπούτσια, το παντελόνι το δικό μου και του γιατρού ήταν σκισμένο, μόνο το επάνω μέρος ήταν σχεδόν σε καλή κατάσταση. Τα δε φορέματα των γυναικών το μπροστινό μέρος από τη μέση και κάτω δεν υπήρχε. Τα λαίμαργα κλαδιά τα είχα καταστρέψει. Ντυμένοι και σχεδόν γυμνοί οδηγηθήκαμε σε ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο, πόσο παράξενο ήταν! Ένα μεγάλο τραπέζι στη μέση του δωματίου και κρεβάτια στρωμένα με κατάλευκα σεντόνια. Κάποιο κομψό γκαρσόνι μας έδειξε το μπάνιο και αφού πλυθήκαμε μας σέρβιραν ζεστό αρωματικό τσάϊ. Πόση ξεκούραση αισθάνθηκα και ασφάλεια μέσα στο περιποιημένο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Καθίσαμε επτά μέρες περίπου στο ωραίο αυτό ξενοδοχείο. Ήταν Παρασκευή όταν κατεβαίνοντας τις σκάλες, φεύγαμε για τα Πίλια. Μία άλλη πόλη της Τουρκίας. Ο γιατρός με την οικογένειά του έμειναν εκεί και αργότερα τον πήγαν στη γραφική Κύπρο. Εμείς με ένα φορτηγό αυτοκίνητο οδηγηθήκαμε στα Πίζια, εκεί είχε και άλλους Έλλήνες που έμεναν σε διάφορους θαλάμους ή σε επίτακτα τουρκικά σπίτια. Τα Πίζια ήταν ωραία παραθαλάσσια πόλη όχι με μεγάλα σπίτια και ωραίους δρόμους. Είχε όμως κάτι το απλό το φυσικό που θύμιζε Ελλάδα. Τις γλυκές βραδιές όταν το φεγγάρι έγερνε προς τη θάλασσα έδινε γλυκά φιλήματα στο μυροβόλο γραφικό νησάκι τη Χίο που ήταν ακριβώς απέναντι μας. Στα Πίζια μείναμε πέντε μήνες, τρώγαμε σαν στρατιώτες με συσσίτιο μόνο το μεσημέρι. Αναγκαστήκαμε να πουλήσουμε ότι μας είχε μείνει για να χορτάσουμε την πείνα μας. Στο θάλαμο που μείναμε ήταν ένα δωμάτιο σχεδόν μεγάλο με ένα παράθυρο και μία πόρτα. Μέσα μέναμε δεκαπέντε άτομα. Κοιμόμαστε ο ένας σχεδόν πάνω στον άλλον και σαν μη μας έφτανε αυτό η ψείρα έκανε ουρά με όλη την κυριολεξία της λέξεως. Ότι χρώμα ήθελες άσπρες, παρδαλές, μέχρι κόκκινες. Όπου κοιτούσες η ψείρα έκανε αλυσίδα, που άλλοτε βάδιζε προς τα εδώ και άλλοτε προς τα εκεί. Η δουλειά μας από το πρωί ήταν η επίθεση κατά μέτωπο εναντίον της ψείρας ο μεγάλος εχθρός των προσφύγων. Θα σας φανεί ίσως απίστευτο, όταν σας πω ότι τα νύχια μας βάφονταν κόκκινα από το αίμα των σκοτωμένων, δηλαδή της ψείρας. Μετά μας πήγαν στο Tσεσμέ μία παραθαλάσσια τουρκική πόλη που άλλοτε ζούσαν ευτυχισμένοι και χαρούμενοι Έλληνες κυρίως από τη Χίο. Η πόλη αυτή είχε μία ατμόσφαιρα ελληνική, τα σπίτια ήταν χρισμένα από χέρια ελληνικά, τα ξεχώριζε η κομψότητα και το λεπτό καλλιτεχνικό στοιχείο του Έλληνα μαστόρου.
Οι δενδροφυτεμένοι δρόμοι θύμιζαν Ελλάδα, ακόμη και η θάλασσα θαρρείς και είχε κάτι το ξεχωριστό, την ελληνική ομορφιά. Στο Tσεσμέ καθόμαστε σε τσαντήρια και άλλοι σε πνιγηρούς θαλάμους που σου θύμιζαν κελί μελλοθανάτου παρά κατοικία παιδικών ψυχών και νέων πάνω στην ανάπτυξη τους. Εκεί εργαζόμουν στην τουρκική δημαρχεία ως αμμοκονιαστής και ζούσαμε κάπως καλύτερα από τους άλλους πρόσφυγες, οι οποίοι περίμεναν από το συσσίτιο. Η πείνα τους ανάγκασε να εργάζονται, να μαζεύουν ελιές, να τους βοηθάνε στο θέρισμα και το αλώνι, ποτέ δεν θα ξεχάσω το μίσος που τρέφουν οι Τούρκοι για τους Έλληνες, από τους γέρους μέχρι τα μικρά παιδιά. Γκιαουρ γκιτεϊ γκρεκε. Στην βρύση λίγο να ήθελε το κανάτι να γεμίσει, έπρεπε να το πάρεις για να γεμίσει ο τούρκος, διαφορετικά σου το έσπαγαν.
Με πόσο φανατισμό έκαναν την αναπαράσταση το 1912, όταν βοηθούμενοι από τρίτο χέρι έριξαν τους Έλληνες στη θάλασσα. Είναι η εθνική γιορτή των Τούρκων που την εορτάζουν με μεγαλοπρέπεια και φανατισμό. Στο Tσεσμέ ο τούρκος δήμαρχος μου παραχωρούσε σπίτι και ρούχα να μείνω με την οικογένεια μου γιατί είχαν ανάγκη από μάστορα να τους οικοδομήσει την πόλη που ήταν κατεστραμμένη. Παρά το ότι η πρόταση ήταν δελεαστική δεν τη δέχτηκα. Η ιδέα ότι τα παιδιά μου θα έμεναν αμόρφωτα και αντί της ελληνικής παιδείας θα γίνονταν Τουρκάκια με τρόμαζε.
Ένα βράδυ λοιπόν φύγαμε με φορτηγό αυτοκίνητο για την Σμύρνη. Έπειτα από ένα υπέροχο βραδινό ταξίδι φτάσαμε στη Σμύρνη με τους υπέροχους μιναρέδες και τα πολλά τζάμια. Έκανε τόσο κρύο που σου πάγωνε η ανάσα. Ήταν ακόμα πολύ πρωί και η πόλη παρουσίαζε μία νεκρική σιγή. Σε λίγο όταν ο ήλιος άρχισε να ροδίζει φάνηκαν οι πρώτοι διαβάτες και τα τροχοφόρα που άρχισαν να κινούνται έδιναν ζωντάνια στην ωραία πόλη. Μείναμε στη Σμύρνη μέχρι το μεσημέρι. Μπήκαμε σε ένα σιδηρόδρομο με πολλά βαγόνια και περιμέναμε να σφυρίξει το τρένο για να φύγουμε. Πηγαίναμε για το Χαλέπι. Το τρένο σφύριζε και αγκομαχώντας άρχισε το δρόμο του. Ένα ταξίδι μαγευτικό που σε έκανε να ξεχνάς όλες τις πίκρες, τους καημούς και το αβέβαιο μέλλον. Τρεις ολόκληρες μέρες περνούσαμε ανάμεσα σε πανύψηλα δένδρα που καμάρωναν υπερήφανα, απέραντοι κάμποι με το χρυσό στάρι που λικνίζονταν καθώς το αεράκι φυσούσε. Τα μάτια μου δάκρυζαν αντικρίζοντας αυτόν τον άπλετο θησαυρό στους απέραντους κάμπους, αυτή τη μεγάλη ευτυχία που οι έλληνες στερούνταν και σαν κυνηγημένοι φεύγουν μακριά από την αιματοβαμμένη πατρίδα τους, τώρα που ο μαύρος κατακτητής σκέπαζε τα πάντα και σκορπούσε παντού δυστυχία, πόνο, φρίκη, μαρτύριο, θάνατο. Άλλοτε πάλι από το μικρό παραθυράκι του βαγονιού έβλεπα τη χρυσή σελήνη που έκανε τη βραδινή της επιθεώρηση, πάντα βιαστική και τα μικρά αστεράκια τρεμόσβηναν από φόβο στην θοριά της. Την έβλεπα να περνά ανάμεσα από τα άσπρα συννεφάκια και άλλοτε να χάνετε μέσα στα γκρίζα σύννεφα του ουρανού. Και θυμόμουν τις ωραίες, μαγευτικές, φεγγαρόλουστες βραδυές που ήταν γεμάτες μαγεία και ξενοιασιά. Το τρένο στάθηκε για λίγο στο μαγευτικό Ικόνιο και κατόπιν άρχισε αγκομαχώντας την πορεία του. Ήταν νύχτα όταν φθάσαμε στα Άδανα.
Που και που ξεχώριζες κανένα αναμμένο φως που έδινε τόνο στην πόλη. Το φως αυτό έστω και λιγοστό φώτιζε την ψυχή μας που το μαύρο σκοτάδι ήταν μόνιμα εγκατεστημένο και την έκανε βαριά, την έκανε να πονά από πόνο, θλίψη και στεναχώρια.
Επιτέλους φθάσαμε στο Χαλέπι. Μία πόλη συνηθισμένη χωρίς μεγάλη κίνηση, με κατοίκους ήρεμους και πράους που μας κοιτούσαν με περίεργα και ήθελαν ποίοι είμαστε, από που ερχόμαστε και γιατί, αλλά η γλώσσα ήταν το μεγάλο εμπόδιο για να μάθουν το γιατί και πως βρισκόμαστε σε αυτά τα χάλια στον τόπο τους. Βγήκαμε από τα βαγόνια, ήπιαμε γάλα και αλλάξαμε σιδηρόδρομο. Από μας πήρε η Αγγλική πρεσβεία. Τα βαγόνια ήταν πολυτελέστατα, η διαδρομή ήταν υπέροχη από το Χαλέπι στην Τρίπολη. Δάση από πεύκα σκόρπιζαν τη μυρωδιά τους και τα πουλάκια κελαηδούσαν χαρούμενα και ευτυχισμένα μακριά από την κακία του κόσμου, μακριά από τα ανθρώπινα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Όταν φτάσαμε στην Τρίπολη η κούραση μας είχε τσακίσει και φαινόταν καθαρά στα πρόσωπα όλων η αγωνία και η κόπωση. Οι Εγγλέζοι μας πρόσφεραν τσάϊ με γάλα και μας οδήγησαν στα λουτρά. Κάναμε ένα ωραίο αναζωογονητικό ντους και μας πέρασαν τα ρούχα από τον κλίβανο, κατόπιν μας έβαλαν σε φορτηγά αυτοκίνητα και μας οδήγησαν σε ένα πολυτελέστατο κτήριο με απέραντο κήπο, με χοντρά σιδερένια κάγκελα και φρουρά από μαύρους κομψούς ινδιάνους με κατάλευκα δόντια και αστραφτερά μαύρα μάτια. Μέσα στο κτήριο ήταν όλα μαρμάρινα και επικρατούσε η τάξη και η καθαριότητα. Προφανώς το κτήριο αυτό να ήταν νοσοκομείο. Μείναμε περίπου τέσσερις μήνες με τα πανύψηλα δένδρα και τους παράξενους φρουρούς. Εκεί οι Άγγλοι χώρισαν όλους τους στρατεύσιμους και υγιής, μαζί και εγώ, και μία μέρα πρωί-πρωί μας έβαλαν σε φορτηγά αυτοκίνητα, αφού προηγουμένως χαιρετήσαμε ο καθένας την οικογένεια του. Έφυγα μαζί με τους άλλους Έλληνες. Δεν ήξερα αν θα ανταμωθούμε και ξανά με τα αγαπημένα μου πρόσωπα που άφηνα πίσω μου σε ξένα χέρια. Οι Άγγλοι μας πήγαν έξω από την Τρίπολη, μας έντυσαν φαντάρους και μας εκπαίδευσαν. Ήταν η τρίτη φορά που ντυνόμουν το ένδοξο χακί. Ήταν η τρίτη φορά που η καρδιά μου χτυπούσε από Εθνικό ενθουσιασμό. Η οικογένειά μου και άλλες τριάντα οικογένειες, οι Άγγλοι τους πήγαν στις πηγές του Μωησέως στην αμμώδη έρημο της Αιγύπτου. Αλήθεια έχει κανείς από εσάς πάει στην Έρημο; Απέραντη έκταση ίσια χωρίς βουνά, χωρίς πράσινο μόνο μερικοί αμμόλοφοι που σήμερα τους βλέπεις εδώ και αύριο όταν φυσήξει το χαμψίνι, όπως το λένε οι αράπηδες, οι λόφοι μετακινούνται και το τοπίο αλλάζει συνεχώς. Δεν είναι χώμα είναι άμμος ψηλή σαν ζάχαρη και το χώμα της είναι μπεζ. Εκεί λοιπόν αποφάσισαν ότι πρέπει να μείνουμε.
Εγώ τώρα θα σας πω τα γεγονότα παρακάτω. Οι Άγγλοι μας έβαλαν σε τρένο για τις πηγές του Μωησέως. Η διαδρομή μαγευτική, απέραντες εκτάσεις με πορτοκαλιές, φορτωμένες με τα ωραία πορτοκάλια. Η πορεία αυτή ήταν τόσο ωραία που δεν καταλαβαίναμε τις μέρες που τόσο γοργά κυλούσαν. Το τρένο βιαστικά πέρασα από το Λίβανο, στάθμευσε στη Χάιφα για λίγο και βιαστικό κάλυπτε τις αποστάσεις για να φτάσουμε τέλος στο Πορτ-Σαιντ. Το τρένο σταμάτησε και βγήκαμε στο σταθμό. Πήραμε το συνηθισμένο γάλα των Εγγλέζων και μπήκαμε σε ένα μικρό βαποράκι και ξεκινήσαμε για να φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας. Ήταν μεσημέρι και ο ήλιος έκαιγε υπερβολικά, ευτυχώς το ταξίδι διήρκησε περίπου πέντε ώρες, φτάσαμε και αποβιβαστήκαμε σε μία μεγάλη ξύλινη εξέδρα που προχωρούσε αρκετά μέσα στη θάλασσα. Το βαποράκι σφύριζε δυνατά για να ξυπνήσει τους τυχών κοιμισμένους επιβάτες να ετοιμαστούν για την αποβίβαση. Πόσο παράξενος ήταν ο τόπος αυτός, απέραντη έκταση με αμμώδη επιφάνεια, τσαντίρια λευκά μεγάλα και μικρά ήταν σπαρμένα στην έρημο, πράσινο πουθενά, δύο σπίτια που χρησίμευαν για νοσοκομεία και άλλα τρία σπίτια που χρησιμοποιούσαν οι Άγγλοι που ήταν υποχρεωμένοι να μένουν μαζί μας. Α ναι! Υπήρχε και μία φοινικιά για να μας θυμίζει το πράσινο χρώμα. Ο ήλιος ολόλαμπρος δέσποζε στη απεραντοσύνη του τοπίου κάνοντας τα πάντα να καίγονται. Το μεσημέρι 40 βαθμούς και το βράδυ και το πρωί τρομερό κρύο και υγρασία. Στην έρημο αυτή εγκατασταθήκαμε σε ένα τσαντίρι με άλλες δύο οικογένειες. Δεν είχαμε ακόμα τακτοποιήσει τα πράγματα μας, όταν ένας αράπης με την κατάλευκη κελεμπία του έτρεχε σε όλο τον κάμπο χτυπώντας ένα χάλκινο καμπανάκι που άστραφτε στον ήλιο. Ρωτήσαμε τι σημαίνει αυτό και μας είπαν οι παλιοί έλληνες κάτοικοι του κάμπου πως είναι το ειδοποιητήριο για φαγητό. (Στον κάμπο αυτό βρίσκονταν 2.500 Έλληνες, πιο μακριά από το δικό μας κάμπο ήταν των Κύπριων σε πολύ μικρότερο αριθμό και πιο μακριά ο κάμπος των Σέρβων. Οι κάμποι αυτοί δεν ήταν ξέφραγο αμπέλι, υπήρχαν ένοπλοι φρουροί Εγγλέζοι ακόμα και Αραπάδες και αργότερα Έλληνες στρατιώτες). Στη μέση του κάμπου βρισκόταν ένα λυόμενο που χρησίμευε για τραπεζαρία. Από κάθε τσαντίρι έβλεπες να βγαίνουν γέροι, νέοι, μικρά παιδιά που τα κρατούσαν από το χέρι οι μητέρες τους με προορισμό την τραπεζαρία. Μπήκαμε μέσα στην τραπεζαρία, μεγάλα ξύλινα τραπέζια και πάγκοι. Διάφορα φαγητά νόστιμα για τους Άγγλους, αδιάφορα για τους Έλληνες ήταν τοποθετημένα στα τραπέζια. Η τραπεζαρία παρουσίαζε ένα εξαίρετο θέαμα, άλλος έτρωγε με όρεξη, άλλος έσπρωχνε με αηδία το φαγητό που άφθονο βρισκόταν μπροστά του. Τα μικρά παιδιά με ένα μεγάλο πορτοκάλι της Χιάφα και μία φέτα ψωμί έτρωγαν ξένοιαστα ταξιδεύοντας σε πελάγη ευτυχίας. Όταν το φαγητό τελείωνε έβλεπες πάλι τους ίδιους ανθρώπους να γυρίζουν προς τα κατάλευκα τσαντίρια, ήταν τώρα τα σπίτια τους μέχρι πότε όμως κανείς δεν ήξερε. Οι άνθρωποι αυτοί που προηγουμένως φαίνονταν τόσο βιαστικοί, βάδιζαν τώρα σκεπτικοί και μερικοί σκούπιζαν κάποιο δάκρυ που κυλούσε αργά στα μάγουλα τους. Η σκέψη της γλυκιάς πατρίδας, η νοσταλγία του σπιτιού τους, των δικών τους ανθρώπων και η ιδέα ότι αυτοί χορτάτοι έκαναν μάλιστα εκλογή στο φαγητό τη στιγμή που τα αδέλφια μας πεθαίνουν από την πείνα, από στέρηση και βασανιστήρια, όλα αυτά έκαναν τα βήματα τους αργά και τα βήματα τους και τα μάτια τους να πλανώνται στο απέραντο χάος της ερήμου που τώρα άρχιζε να πέφτει το πυκνό σκοτάδι και έκανε την ατμόσφαιρα τρομακτική. Το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ ο ίδιος Αράπης, ο ίδιος ήχος από το καμπανάκι και η ίδια διαδρομή τραπεζαρία και επιστροφή στο τσαντίρι με τις ίδιες μαύρες σκέψεις να μας συντροφεύουν. Στον κάμπο υπήρχα Αραπάδες που εργάζονταν φτιάχνοντας βρύσες και λουτρά. Άλλοι μάζευαν τα σκουπίδια και τα οδηγούσαν σε ένα βαγονάκι στη θάλασσα, όπου υπήρχαν ιδικοί κάδοι και τα έκαιγαν. Κάθε δουλειά μα και κάθε κίνηση που έκαναν οι μελαψοί και άκακοι αυτοί άνθρωποι τραγούδαγαν ένα γλυκό αράπικο σκοπό που τους έδινε τόνο και ρυθμό στις άψογες κινήσεις τους και φτερά στα ξυπόλυτα πόδια τους. Η ζωή μας ήταν μονότονη είχε και όμως και ευχάριστες στιγμές.
Δεν αργήσαμε να γνωριστούμε με τους Αραπάδες και με μισές λέξεις και νοήματα συνεννογιόμασταν. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν ευγενικοί, εργατικοί, καταπιεσμένοι από τους Άγγλους που τους χρησιμοποιούσαν σαν παραγωγικές μηχανές πεινασμένους, εξαθλιωμένους και με το μαστίγιο να δουλεύουν ασταμάτητα και μάλιστα με λίγο, ελάχιστο φαγητό. Δεν μας επέτρεπαν οι Άγγλοι να τους δίνουμε από το φαγητό που μας περίσσευε, έπρεπε να το πετάμε και όχι να το δίνουμε σε αυτούς τους ανθρώπους γιατί θα μάθαιναν λεει να τρωνε και αργότερα θα σήκωναν κεφάλι. Το βράδυ όταν ο ήλιος έγερνε προς τη δύση και η ζέστη υποχωρούσε και αφού τελείωναν τις δουλειές τους, οι Αραπάδες συγκεντρώνονταν έξω από τα δικά τους τσαντίρια που ήταν λίγο μακρύτερα από τα δικά μας, κάθονταν κάτω σταυροπόδι, δύο έπαιζαν το τύμπανο άλλοι δύο στη μέση του κύκλου χόρευαν ένα παράξενο ζωτικό χορό. Τα μπρούτζινα κορμιά τους στριφογύριζαν και έκαναν κάτι κινήσεις που μόνο ένα λαστιχένιο σώμα χωρίς κόκαλα μπορεί να κάνει. Ο χορός αυτός ήταν η βραδινή διασκέδαση των Αραπάδων που έδινε την εντύπωση κρυφής μυσταγωγίας. Μείναμε περίπου τέσσερα χρόνια στην έρημο που ο ήλιος έψηνε τα πάντα και μας έκανε να λιώνουμε από τη ζέστη, γιατί είμαστε συνηθισμένοι συο γλυκό και ήπιο μεσογειακό κλήμα. Μία μέρα διαδόθηκε αστραπιαία σε όλο τον κάμπο ότι οι Έλληνες Ικάριοι και Σάμιοι να ετοιμάζονται για να επιστρέψουν στην ελεύθερη πλέον πατρίδα. Τι χαρά, τι συγκίνηση, δάκρυα ανάμεικτα με γέλια, κλάμα και τραγούδι θα πηγαίναμε στην ελεύθερη πατρίδα μας έπειτα από τόσα χρόνια περιπέτειας και παραμονής σε ξένη χώρα. Φύγαμε με προορισμό το Σονεζ. Από εκεί μπήκαμε σε ένα μεγάλο πολεμικό Γερμανικό πλοίο δεν θυμάμαι όμως το όνομα του. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι είμαστε δοκιμαστική αποστολή, αυτό όμως δεν ενοχλούσε κανένα από εμάς, ο πόθος του γυρισμού στην πατρίδα μας δεν μας άφηνε περιθώρια να σκεφτούμε τίποτα, παρά μόνο ότι σε λίγο θα αγκαλιάζαμε τα αγαπημένα μας πρόσωπα που στη δύνη του πολέμου αφήσαμε πίσω μας.
Το πλοίο ξεκίνησε σφυρίζοντας όλοι ήμασταν στο κατάστρωμα, τα πρόσωπα όλων έλαμπαν από χαρά, μερικοί τραγουδούσαν, άλλοι έκλαιγαν γιατί δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι γυρίζαμε επιτέλους στην πατρίδα μας. Αφήναμε τη χώρα του Νείλου, των Φαραώ και των πυραμίδων, αποχαιρετούσαμε την Αλεξάνδρεια. Το ταξίδι μας δεν ήταν και τόσο καλό, η θάλασσα ύψωνε πελώρια κύματα που με μανία χτυπούσαν το μεγάλο μαύρο πλοίο και έπειτα ο φόβος μήπως χτυπήσουμε σε καμία νάρκη. Όλα αυτά σκόρπιζαν φόβο και φρίκη, αλλά και η ιδέα ότι ταξιδεύουμε για την πατρίδα μας παραμέριζε όλους τους φόβους μας. Το ταξίδι μας κράτησε έξι ολόκληρες μέρες. Όταν ένα πρωί όλοι με άσπρα μαντήλια έκαναν σινιάλο καθώς το πλοίο έπλεε στα νερά της Ικαρίας. Το πλοίο πήγαινε προς τη Σάμο εκεί ήταν ο προορισμός του. Οι Ικάριοι όμως ήταν όλοι εκεί στο κατάστρωμα και με συγκίνηση αγνάντευαν τα χωριά τους και αναπολούσαν την ώρα που θα έσφιγγαν στην αγκαλιά του τη μάνα, τον πατέρα, τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Το πλοίο υπερήφανο έσκιζε τα νερά του Αιγαίου και τέλος έφτασε στο πανέμορφο νησί τη Σάμο. Το πλοίο σταμάτησε πολύ έξω από το λιμάνι. Έριξε τις μεγάλες του άγκυρες και περίμενε. Ένα καΐκι φάνηκε σε λίγο, στάθηκε κοντά στο πλοίο, με βάρκες κατεβήκαμε από το μεγάλο καράβι και επιβιβαστήκαμε αργά και με κόπο στο ελληνικό καΐκι. Όταν όλοι μπήκαμε στο καΐκι σφυρίζοντας και αποχαιρετώντας, το πλοίο έφυγε για το λιμάνι της Σάμου. Σε λίγη ώρα που μας φάνηκε αιώνας, το καΐκι έφτασε στη προκυμαία και άρχισαν να κατεβαίνουν οι Έλληνες πρόσφυγες στην αγαπημένη ελληνική γη. Η πρώτη με χαρά πήδηξε από το καΐκι στη ελληνική γη ήταν μία δεκαεξάχρονη κοπέλα, κατόπιν ένας μετά τον άλλον βγήκαμε στη Σάμο, πατούσαμε στα πάτρια εδάφη. Η χαρά, η συγκίνηση, τα συναισθήματα δεν υπάρχουν λόγια να τα περιγράψεις. Περίπου δύο ώρες μείναμε στη Σάμο. Ένα άλλο καΐκι μεγαλύτερο ήρθε και όλοι οι Ικάριοι μπήκαμε μέσα με προορισμό το όμορφο νησί του Ικάρου. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, τα βουνά της όμορφης Ικαρίας ήταν καταπράσινα και λουλουδιασμένα, ήταν άνοιξη και η άνοιξη στην Ικαρία είναι μαγεία. Το καΐκι σταμάτησε στο λιμάνι του Ευδήλου και από εκεί με βάρκα φτάσαμε στο Καραβόσταμο. Όταν η βάρκα μας έφτασε στο μόλο η καρδιά μας χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζες ότι θα σπάσει. Όταν φτάσαμε στο μουράγιο ήταν νύχτα με κλεφτοφάναρα και δαυλούς μας περίμεναν συγγενείς και φίλοι. Υπάρχουν άραγε λόγια, λέξεις για να περιγράψεις αυτές τις στιγμές; Εδώ σιωπώ αυτό τα λέει όλα:
Πατρίδα μου γλυκιά
πανώρια εσύ Ελλάδα
τι να το κάνω το χρυσάφι
όταν ο ήλιος για με δεν λάμπει;
Ο πόλεμος είναι καταστροφή για τους ανθρώπους, τις πόλεις, τα κράτη. Όμως η προσφυγιά είναι απαξίωση, είναι καταρράκωση του εγώ σου, δεν είσαι εσύ, είσαι ένας αριθμός γραμμένος στο μπεϊ-μπούκ σου και εξαρτάσαι από τους άλλους, τις ορέξεις τους και τα πιστεύω τους. Στο Τσεσμέ θάψαμε πολλούς Έλληνες, το ίδιο και στις πηγές του Μωησέως, κυρίως παιδιά, από ιλαρά που πάθαιναν πνευμονία και πέθαιναν. Τα θάβαμε στη Έρημο το πρωί και το βράδυ τα ξέθαβαν ουρλιάζοντας τα τσακάλια της ερήμου. Αυτή την αναφορά την κάνω σαν ένα μνημόσυνο για όλους του Έλληνες που αναπαύονται στα ξένα χώματα. Και αυτό γιατί το ελληνικό κράτος ποτέ δεν αναφέρθηκε στην προσφυγιά του σαράντα. Έχει διαγράψει τελείως αυτή τη θλιβερή για εμάς σελίδα. Και εδώ παραθέτω το ημερολόγιο που κρατούσε η μητέρα μου όπως ακριβώς το έχει γράψει.
“Έφυγα την 26 του Μάρτη το 42. Έφθασα στο Καλαμάκι στη 4 του Απρίλη. Έφυγα στη 5 για τον Βρομολημιόνα και εφθάσαμε στη 9 στο Ντσεμερζηλή στις 12 στα Βουρλά στις 15 στο Τσισμέν στι; 18 στα Πίζα στον Αύγουστο πάλι Τσισμέ και στις 26/11/42 έφυγα για Τρίπολη και φθάσαμε στην 1/12/42 και στις 7/4/43 εφύγαμε για της πηγές Μωϊσέως και φθάσαμε 9/4/43”.